обусловливать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обусловливать - translation to Αγγλικά


обусловливать      

см. тж. определять


• Heat causes (or is responsible for) the continuous evaporation of the solid.


• These elements define (or determine) the geometry of the orbit.


• Two criteria should determine the choice of the solid.


• The rate at which the furnace can melt scrap governs the rate at which ...


• Recent interest in the development of such insulating structures has motivated extension of the study of ...

обусловливать      
обусловить
v.
stipulate, dictate, make conditions, cause, bring about
to set conditions for      
обусловливать

Ορισμός

обусловливать
ОБУСЛ'ОВЛИВАТЬ и (·разг.) обуславливать, обусловливаю, обусловливаешь. ·несовер. к обусловить
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обусловливать
1. - Низкое атмосферное давление должно обусловливать более низкую скорость звука.
2. По закону запрещено обусловливать оказание одной услуги обязательным оказанием другой. * * * Юристы советуют помнить: 1.
3. Поэтому предоставление гарантии нельзя обусловливать ни количеством купленного товара, ни размером скидок.
4. Оператор связи не вправе обусловливать оказание одних услуг подвижной связи обязательным оказанием иных услуг связи. 22.
5. Ссылайтесь при этом на статью 16 Закона о правах потребителя: запрещается обусловливать приобретение одних услуг обязательным приобретением других.
Μετάφραση του &#39обусловливать&#39 σε Αγγλικά